πυροβολιστής

πυροβολιστής
ο, Ν
παλαιότερη ονομασία τού πυροβολητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ + κατάλ. -ιστής τών ρ. σε -ίζω. Η λ., στον λόγιο τ. πυροβολισταί, μαρτυρείται από το 1825 στα Ἔγραφα τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”